Φέρες

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Οι Φέρες, παλιά και ιστορική κωμόπολη, βρίσκεται 26 χιλιόμετρα βόρεια της Αλεξανδρούπολης και είναι κτισμένη πάνω στο βασικό πυρήνα της βυζαντινής Βήρας, στις πλαγιές χαμηλού λόφου, που αγναντεύει στην Ανατολή και στην Κοιλάδα του Έβρου.

Αρχαιότητα

Οι Φέρες, παλιά και ιστορική κωμόπολη, βρίσκεται 26 χιλιόμετρα βόρεια της Αλεξανδρούπολης και είναι κτισμένη πάνω στο βασικό πυρήνα της βυζαντινής Βήρας, στις πλαγιές χαμηλού λόφου, που αγναντεύει στην Ανατολή και στην Κοιλάδα του Έβρου. Αρχή της ύπαρξης των Φερών είναι η ίδρυση της Μονής της Βήρας με την εκκλησία της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, από τον Βυζαντινό πρίγκιπα και Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό στα 1151 μ.Χ.
Η περιοχή, όμως, είχε κατοικηθεί απ’ την παλαιολιθική εποχή, όπως φαίνεται από τα ευρήματα του ευρύτερου χώρου της. Πρώτη μνεία της περιοχής των Φερών γίνεται από τον Ηρόδοτο, όταν κάνει λόγο για τη Άφιξη του Ξέρξη στο χώρο του αρχαίου Δορίσκου και το μέτρημα εκεί του στρατού. “Ο δε Δορίσκος εστί της Θρηκίης αιγιαλός και πεδίον μέγα, δια δε αυτού ρέει ποταμός μέγας Έβρος ……”. Το τείχος του Δορίσκου έχει εντοπιστεί 4 χλμ Ν.Δ. των Φερών και η μεγάλη πεδιάδα που διαρέεται από τον ποταμό Έβρο βρίσκεται Ανατολικά και Βόρεια από την πόλη.
Το πρώτo, λοιπόν, ιστορικό γεγονός που αναφέρεται στην περιοχή είναι η άφιξη του Ξέρξη. Μετά τους περσικούς πολέμους η περιοχή Δορίσκου – Φερών μετέσχε στην Αθηναϊκή συμμαχία, ενώ αργότερα όλη η περιοχή ανήκε στο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών και μετά στο βασίλειο της Μακεδονίας, για να επανέλθει μετά πάλι στη δικαιοδοσία διαφόρων Θρακικών ηγεμόνων. Όπως και όλη η Θράκη περιήλθε μετά το 46 μ.Χ. στους Ρωμαίους, των οποίων ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έκτισε την ομώνυμη πόλη, την Τραϊανούπολη, στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα. Η πόλη εκείνη αποτέλεσε το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής για 12 περίπου αιώνες.

Απ’ τη Βυζαντινή Βήρα στις σημερινές Φέρες. Βυζαντινή περίοδος.

Στα μέσα του 12ου αιώνα η περιοχή των Φερών τράβηξε το ενδιαφέρον ενός βυζαντινού πρίγκηπα, του Ισαάκιου Κομνηνού (1093-1160). Ηταν γιος του μεγάλου Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού και αδελφός της περίφημης Άννας Κομνηνής. Ως τριτότοκος γιος ήταν τρίτος στη σειρά διαδοχής του θρόνου και πήρε νωρίς από τον πατέρα του τον τίτλο του Καίσαρα. Όταν πέθανε ο πατέρας του το 1118 και ανέβηκε στο θρόνο ο αδελφός του Ιωάννης του έδωσε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα, ο οποίος θεωρούνταν ο ανώτερος μετά από εκείνον του αυτοκράτορα.
Ο Ισαάκιος υπήρξε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πληθωρικές προσωπικότητες της οικογένειας των Κομνηνών. Επιδέξιος στρατηγός αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών, ασχολήθηκε εντατικά με την ποίηση, την θεολογία, τη φιλοσοφία, αλλά και με μακρόπνοα εκκλησιαστικά και κοινωφελή έργα. Δικαίως σήμερα αποκαλείται πρίγκηπας των γραμμάτων και των τεχνών. Στη δημόσια ζωή του υπήρξε φιλόδοξος και δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στην οργάνωση κινημάτων για την ανάρρησή του, στον Αυτοκρατορικό Θρόνο. Τιμωρήθηκε σκληρά γι’ αυτό, περνώντας πολλά χρόνια εξορίας σε διάφορες αυλές της Ανατολής. Μετά από πολλές περιπέτειες επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, όπου βασιλεύει ο ανεψιός του Μανουήλ Κομνηνός. Έχει γίνει πια 50 χρονών και αρχίζει να νιώθει τη ματαιότητα των εγκόσμιων και την ανάγκη να μεριμνήσει για τη σωτηρία της ψυχής του, καθώς και για τη δημιουργία ενός έργου με πνευματικές προεκτάσεις.

Έτσι, αποφασίζει να ιδρύσει ένα μοναστήρι που το προορίζει συγχρόνως και ως την τελευταία κατοικία και μαυσωλείο του, στο οποίο καθημερινά οι μοναχοί έπρεπε να προσεύχονται “υπέρ ελέους” της ψυχής του. Πράγματι, ο Ισαάκιος ενταφιάζεται εδώ, πιθανότατα κάτω απ’ τον βορειοδυτικό γωνιακό τρουλίσκο του ναού.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, στις αρχές δηλαδή του 13ου αι. αναφέρει ότι το 1183 ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Ι, γιος του Σεβαστοκράτορα Ισαάκιου, αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο και κατά τη διάρκεια μιας κυνηγητικής του εκδρομής στ Κύψαλα (τα σημερινά Ύψαλα της Τουρκίας) επισκέφθηκε τη “Βήρα” για να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του.
“Τυπικόν εμού του “σεβαστοκράτορος” Ισαάκιου και υιού του μεγάλου βασιλέως κυρού Αλεξίου του Κομνηνού επί του καινισθέντι παρ’ ημών νεοσυστάτω μοναστηρίω κατά την πεντεκαιδεκάτην ινδικτώνα του εξακισχιλιοστού εξηκοστού έτους, εν ώ και καθίδρυται φροντιστήριον, έρημος ανθρώπων και οικημάτων υπήρχε παντάπασιν, όφεων μόνον και σκορπίων κατά… μος και πάντη ανώμαλος, κλάδοις αμφιλαφέσι περιστεφόμενος . το γουν παρόν ημών τυπικόν την ημών βούλησιν και οικονομίαν συν Θεώ επί τω τοιούτω φροντιστηρίω διαλαμβάνει και διατάττεται, άς δήπερ και εν τη τελευταία και μυστική διαθήκη μου, ει και μη πάσας ίσως, νυν εν αυτώ εξεθέμεθα αναλλοίωτα διαμένειν και απαρασάλευτα τα εν τούτω βουλόμενα εις αιώνατόνδε τον σύμπαντα ούπερ το τε προοίμιον και το ύφος άπαν παρ’ ημών δεινώς νοσούντων εκδέδοται το γαρ του ύφους παντός της παρούσης δέλτου προοίμιον, όπερ ημείς, καθώς είρηται, οι το θείον τούτο καινίσαντες φροντιστήριον εξεθέμεθα πίστη ζεούση προς την ημών ευεργέτιδα τε θεοτόκον και κοσμσώτειραν, ήν ούτως εν άπασιν αρραγή συνεργόν προκαλούμεθα, επειδήτερ, ω πανόπτρια παμβασίλισσα, λέξαιμι τη ση επικουρία τα του αθλίου κατά το παρόν νοός μου γεννήματα και βουλήματα.

Και αλλού: Εγώ δ’ ο τάλας και των αγαθών τοις έργοις οψίγονος μη ποτ’ αναδραμών προς τούτων την έννοιαν μήτ’ εις νουν ελθών ή συννοήσας αγαθοεργία τινί της δεύρο μέχρι τέως της ημετέρας ψυχής την ωφέλειαν, αλλ΄ ώσπερ διατελέσας τον παρελθόντα του βιου μου δίαυλον οιά περ άγονον και αναίσθητον βλάστημα, οψέ ποτε μόγις της μακράς αμυδρώς και χειρίστης συνηθείας ανένευσα ως εκ τάφου βαθέος της αγνωσίας και την εκείθεν μοι πως αποκειμένην κατά νουν της αμαρτίας λογισάμενος κόλασιν, οίμοι θείω νεύματι προς κουφισμόω τινα καισυγχώρησιν των απείρων απειράκις αμαρτμάτων μου, του σκότους της αγνωσίας ανανεύσας, ως είρηται, και εγγωνιάζων, οις ο Θεός επιστάται κρίμασιν, εκτός της πατρίδος μου βαρυαλγήτω νοσήματι, ιερόν της θεομήτορος εκαίνισα συν Θεώ φροντιστήριον, ουκ εκ του μαμώνα της αδικίας (μη γένοιτό μοι, Θεέ), αλλ’ εκ δαπάνης ιδίας και τρόπου δοκώ μη τω Θεώ απαρέσκοντος. Βάθρων ουν εξ αυτών το πεφασμένον καινίσας φροντιστήριον ερημικοίς τόποις και αμφιλαφέσι το πρότερον, τοις και Βηρός καλομένοις τη κοινή συνηθεία, προς σωτηρίασν πολλών…..και λύτρον και άποινον ώσπερ των αμετρήτων πλημμελημάτων μου, απεκληρωσάμην αυτό τη κοσμοσωτείρα μου θεοτόκω ευεργέτιδι οδη και πέριξ περιβόλω στερεμνίω περιθριγγώσας και τα περί αυτό συστάντα μοι χρειώδη οικήματα, τους τε πιθώνας και σιτώνας και τάλλα διαμπάξειπείν τοις μονασταίς χρειώδη, διφυεί θριγγίω περισφίγξας εντός άπατα ταύτα, δέον ωήθην τα εν τη τοιαύτη θεία μονή και τοις εν αυτή συν Θεώ μοναχοίς καλώς διατάξασθαι πίστει ζεούση της θεομήτορος.” (Απόσπασμα από το Τυπικό ίδρυσης της Μονής της Κοσμοσώτειρας. Αποτελεί κείμενο υψηλής φιλολογικής και ιστορικής και ιστορικής αξίας της Κομνήνειας περιόδου. Ο κτήτορας διατυπώνει με γλαφυρότητα, όχι μόνο την βούληση και τα σχέδια του για την οικοδόμηση της Μόνης και του οικισμου της Βήρας, αλλά συγχρόνως ρυθμίζει όλα τα λειτουργικά, οικονομικά και τελετουργικά ζητήματα της κοινοβιακής ζωής των μοναχών).

Τμήμα της ταφικής μαρμάρινης πλάκας εκτίθεται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως.
Ο ίδιος ο Ισαάκιος με το δικό του στρατιωτικοπολιτικό αισθητήριο επιλέγει την περιοχή για το εγχείρημα του, η οποία δεν ήταν άλλο παρά ένας τόπος έρημος “… και πλήρης όφεων και σκορπίων, όστις πρότερον ωνομάζετο Βηρός…”, λέξη που σημαίνει τον τόπο, όπου συγκεντρώνεται νερό, ή κατ’ επέκταση που βρίσκεται κοντά σε νερά ή βάλτους. Φέρνει εδώ τεχνίτες απ’ την Πρωτεύουσα και οικοδομεί έναν μεγαλόπρεπο ναό “… Ιερόν της Θεομήτορος…”, που θα αποτελέσει το καθολικό, δηλαδή την κεντρική εκκλησία ολόκληρου μοναστηριακού συγκροτήματος. Αυτά όλα γίνονται στα 1151-52 μ. Χ. Από την ονομασία Βηρός της περιοχής πήρε το όνομά της και η Μονή. Μονή της Βήρας.
Ο Ισαάκιος συγχρόνως σχεδιάζει γύρω από την Μονή και ολόκληρο οικισμό, όπου συγκεντρώνονται οι κάτοικοι τριών μικρών χωριών της περιοχής. Μεγαλοπρεπές υδραγωγείο φέρνει το νερό στην πόλη. Τα ίχνη του εντυπωσιάζουν και σήμερα τους επισκέπτες. Έτσι, ιδρύθηκε η βυζαντινή Βήρα, η πόλη των Φερών σήμερα, με ιδρυτικό έτος στο ληξιαρχείο της ιστορίας το 1152 μ.Χ.

Ο κτήτορας δεν λησμονεί να ευεργετήσει το μοναστηριακό συγκρότημα με βιβλιοθήκη, νοσοκομείο, γηροκομείο, λουτρά και άλλα αναγκαία οικοδομήματα για την κάλυψη των πνευματικών και υλικών αναγκών των 74 μοναχών, 50 υμνωδών και 24 βοηθών της Μονής. Περικλείει ολόκληρο το συγκρότημα με ισχυρά τείχη και πύργους, για να μπορεί να προσφέρει προστασία και στον τοπικό πληθυσμό σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων. Έτσι, από τότε η Μονή της Βήρας αποτέλεσε οχυρωμένη τοποθεσία και πολλά ιστορικά γεγονότα διαδραματίστηκαν στην περιοχή της.
Το 1204 καταλαμβάνεται από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας και παραχωρείται ως Φέουδο στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουϊνο, “μαρεσάλη της Ρωμανίας”. Εδώ το 1268 κλείστηκε όμηρος από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, η οικογένεια του έκπτωτου Σουλτάνου του Ικονίου Αζατίν του Β’. Η σύζυγός του πληροφορήθηκε το θάνατο του άντρα της και απελπισμένη έπεσε από τον πύργο δίπλα στην πύλη του τείχους και σκοτώθηκε. Γι’ αυτό και η πύλη αυτή, κατά τον ιστορικό Hammer, ονομάστηκε “Άννα Καπουσού”, δηλαδή “Πύλη της Μητέρας”.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός χαρακτηρίζει το 1355, τη Μονή της Βήρας “Φρούριον τι καρτερώτατον παρά τον Έβρον”. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή έπαθε πολλές καταστροφές από τους Βουλγάρους το 1323 και από τους Οθωμανούς το 1331 κατά τις επιδρομές τους στο Θρακικό χώρο.

Τουρκοκρατία

Μετά από μία διαδοχή καταλήψεων από τους Τούρκους, τους Βυζαντινούς, τους Σέρβους, η Βήρα πέφτει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών μετά την μάχη του Στιρνέν στα 1371.Τα κτίσματα της μονής και τα τείχη της κατεδαφίζονται. Ο Ναός, μόλις περίπου 200 χρόνια από την ίδρυσή του, μετατρέπεται σε τζαμί του Σουλεϊμάν για να ξαναβρεί τον αρχικό του χαρακτήρα έπειτα από 5 ½ αιώνες.
Οι Τούρκοι κάνουν αρκετές μετατροπές στην εκκλησία μέσα και έξω και καταστρέφουν σε μεγάλο βαθμό τις τοιχογραφίες της. Οπωσδήποτε όμως η θρησκευτική χρησιμότητα του χώρου διέσωσε το κτήριο, σε αντίθεση με τα άλλα οικοδομήματα της μονής.
Στα χρόνια, της Τουρκοκρατίας η Βήρα επίσημα αναφέρεται ως Φέρε, Φερετζίκ (μικρή Φέρε) ή και Ατίκ Φερετζίκ (παλαιά μικρή Φέρε).
Ωστόσο, ο χριστιανικός πληθυσμός δεν ξέχασε το βυζαντινό όνομα του οικισμού και όπως αναφέρουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι περιηγητές, εξακολουθούσε μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα να χρησιμοποιεί παράλληλα με τις επίσημες Τουρκικές ονομασίες και εκείνη της Βήρας.